Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


documentàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dokumenˈtato]

1 ντοκουμενταρισμένος
2 αξιόπιστος
3 τεκμηριωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  documentaristico documentatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

documentarsi (ρ.μ. (αντων.))
documentario (ουσ αρσ )
documentario (επίθ.)
documentarista (ουσ αρσ και θηλ.)
documentaristico (επίθ.)
documentato (επίθ.)
documentatore (ουσ αρσ )
documentazione (θηλ.ουσ)
documento (ουσ αρσ )
dodecaedrico (επίθ.)
dodecaedro (ουσ αρσ )
dodecafonia (θηλ.ουσ)
dodecafonico (επίθ.)
dodecagonale (επίθ.)
dodecagono (ουσ αρσ )
Dodecanneso (κύρ.όν. αρσ.)
dodecasillabo (ουσ αρσ )
dodecasillabo (επίθ.)
dodicenne (ουσ αρσ και θηλ.)
dodicenne (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---