Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdocumentàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [dokumenˈtare] 1 ντοκουμεντάρω 2 αποδεικνύω με έγγραφα τεκμήρια 3 τεκμηριώνω 4 βασίζω σε τεκμήρια documentarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [dokumenˈtarsi] συλλέγω πληροφορίες (για κάτι) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |