ItalianoGreco


documentazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dokumentatˈtsjone]

1 απόδειξη με έγγραφα
2 αρχεία
3 ντοκουμέντα
4 απόδειξη με έγγραφα
5 τεκμηρίωση
6 ντοκουμεντάρισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---