Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdodicènne
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dodiˈʧɛnne] 1 δωδεκάχρονο κορίτσι 2 δωδεκάχρονο αγόρι dodicènne επίθετο Προσφορά I.P.A.: [dodiˈʧɛnne] δωδεκάχρονος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |