Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dòglia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdɔʎʎa]

1 σουβλιά πόνου
2 αλγηδών
3 πόνος
4 σπασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  doge doglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

doganale (επίθ.)
doganiere (ουσ αρσ )
dogaressa (θηλ.ουσ)
dogato (ουσ αρσ )
doge (ουσ αρσ )
doglia (θηλ.ουσ)
doglio (ουσ αρσ )
dogma (ουσ αρσ )
dogmatica (θηλ.ουσ)
dogmatico (ουσ αρσ )
dogmatico (επίθ.)
dogmatismo (ουσ αρσ )
dogmatizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dolce (ουσ αρσ )
dolce (επίθ.)
dolceamaro (επίθ.)
dolcezza (θηλ.ουσ)
dolciario (αρσ. επίθ και ουσ)
dolciastro (επίθ.)
dolcificante (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---