Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdolcificànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dolʧifiˈkante] το γλυκαντικό dolcificànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [dolʧifiˈkante] 1 γλυκαντικός 2 ηδυντικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |