Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdolènte
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [doˈlɛnte] 1 οδυνηρός 2 αλγεινός 3 περίλυπος 4 θλιβερός 5 θλιμμένος 6 λυπητερός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |