Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdolerìte
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [doleˈrite] δολερίτης (ορυκτό κρυσταλλική παραλλαγή του βασάλτη) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |