Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdolorìfico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [doloˈrifiko] 1 οδυνηρός 2 επώδυνος 3 πολυώδινος 4 αλγεινός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |