Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


domàni  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [doˈmani]

1 αυριανή μέρα
2 το αύριο

domàni  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [doˈmani]

αύριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  domandare domare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


domani l'altro = μεθαύριο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dolosità (θηλ.ουσ)
doloso (επίθ.)
domabile (επίθ.)
domanda (θηλ.ουσ)
domandare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
domani (ουσ αρσ )
domani (επίρ.)
domare (ρ. μτβ.)
domato (επίθ.)
domatore (ουσ αρσ )
domattina (επίρ.)
domatura (θηλ.ουσ)
domenica (θηλ.ουσ)
domenicale (επίθ.)
domenicana (θηλ.ουσ)
domenicano (ουσ αρσ )
domestica (θηλ.ουσ)
domesticabile (επίθ.)
domesticare (ρ. μτβ.)
domestichezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---