Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


doménica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [doˈmɛnika]

η Κυριακή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  domatura domenicale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

domare (ρ. μτβ.)
domato (επίθ.)
domatore (ουσ αρσ )
domattina (επίρ.)
domatura (θηλ.ουσ)
domenica (θηλ.ουσ)
domenicale (επίθ.)
domenicana (θηλ.ουσ)
domenicano (ουσ αρσ )
domestica (θηλ.ουσ)
domesticabile (επίθ.)
domesticare (ρ. μτβ.)
domestichezza (θηλ.ουσ)
domesticità (θηλ.ουσ)
domestico (ουσ αρσ )
domestico (επίθ.)
domiciliare (επίθ.)
domiciliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
domiciliarsi (ρ.μ. (αντων.))
domiciliato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---