Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


domèstico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [doˈmɛstiko]

υπηρέτης

domèstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [doˈmɛstiko]

οικιακός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  domesticità domiciliare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


faccende [θηλ. πλυθ.] domestiche = οι δουλειές [f.] του σπιτιού


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

domestica (θηλ.ουσ)
domesticabile (επίθ.)
domesticare (ρ. μτβ.)
domestichezza (θηλ.ουσ)
domesticità (θηλ.ουσ)
domestico (ουσ αρσ )
domestico (επίθ.)
domiciliare (επίθ.)
domiciliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
domiciliarsi (ρ.μ. (αντων.))
domiciliato (επίθ.)
domiciliazione (θηλ.ουσ)
domicilio (ουσ αρσ )
dominabile (επίθ.)
dominante (θηλ.ουσ)
dominante (επίθ.)
dominanza (θηλ.ουσ)
dominare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dominarsi (ρ.μ. (αντων.))
dominatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---