Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdomèstico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [doˈmɛstiko] υπηρέτης domèstico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [doˈmɛstiko] οικιακός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfaccende [θηλ. πλυθ.] domestiche = οι δουλειές [f.] του σπιτιού Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |