Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dominatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [dominaˈtore]

1 αυθέντης
2 δεσπότης
3 κυρίαρχος
4 εξουσιαστής
5 ηγεμόνας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dominarsi dominazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dominante (θηλ.ουσ)
dominante (επίθ.)
dominanza (θηλ.ουσ)
dominare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dominarsi (ρ.μ. (αντων.))
dominatore (αρσ. επίθ και ουσ)
dominazione (θηλ.ουσ)
domineddio (ουσ αρσ )
dominicale (θηλ. επίθ και ουσ)
dominicano (αρσ. επίθ και ουσ)
dominio (ουσ αρσ )
domino (ουσ αρσ )
domma (ουσ αρσ )
domo (ουσ αρσ )
domo (επίθ.)
don (ουσ αρσ )
donante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
donare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
donarsi (ρ. μ. αμτβ.)
donatario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---