Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdominatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [dominaˈtore] 1 αυθέντης 2 δεσπότης 3 κυρίαρχος 4 εξουσιαστής 5 ηγεμόνας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |