dòmo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈdɔmo]
1 τρούλος
2 θόλος
dómo, dòmo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈdomo], [ˈdɔmo]
1 νικημένος
2 υπό κατοχή ευρισκόμενος
3 υποταγμένος στρατιωτικά
4 δαμασμένος
5 καθυποταγμένος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈdɔmo]
1 τρούλος
2 θόλος
dómo, dòmo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈdomo], [ˈdɔmo]
1 νικημένος
2 υπό κατοχή ευρισκόμενος
3 υποταγμένος στρατιωτικά
4 δαμασμένος
5 καθυποταγμένος
permalink
domo (ουσ αρσ )
domo (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android