Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dòmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdɔmo]

1 τρούλος
2 θόλος

dómo, dòmo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈdomo], [ˈdɔmo]

1 νικημένος
2 υπό κατοχή ευρισκόμενος
3 υποταγμένος στρατιωτικά
4 δαμασμένος
5 καθυποταγμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  domma don  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dominicale (θηλ. επίθ και ουσ)
dominicano (αρσ. επίθ και ουσ)
dominio (ουσ αρσ )
domino (ουσ αρσ )
domma (ουσ αρσ )
domo (ουσ αρσ )
domo (επίθ.)
don (ουσ αρσ )
donante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
donare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
donarsi (ρ. μ. αμτβ.)
donatario (ουσ αρσ )
donativo (ουσ αρσ )
donatore (ουσ αρσ )
donazione (θηλ.ουσ)
donchisciotte (ουσ αρσ )
donchisciottesco (επίθ.)
donchisciottismo (ουσ αρσ )
donde (επίρ.)
dondolamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---