ItalianoGreco


domìnio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [doˈminjo]

1 κυριαρχία
2 κυριότητα
3 πεδίο δράσης ή γνώσης
4 επικράτηση
5 ανωτερότητα
6 επικράτεια
7 εξουσία
8 ιδιοκτησία
9 επιβολή
10 υπεροχή
11 κτίση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---