Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdominicàle
θηλυκό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [dominiˈkale] 1 αναφερόμενος σε αφέντη ή ιδιοκτήτη 2 αναφερόμενος στον Χριστό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |