Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


donatìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [donaˈtivo]

1 δώρο
2 χάρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  donatario donatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

don (ουσ αρσ )
donante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
donare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
donarsi (ρ. μ. αμτβ.)
donatario (ουσ αρσ )
donativo (ουσ αρσ )
donatore (ουσ αρσ )
donazione (θηλ.ουσ)
donchisciotte (ουσ αρσ )
donchisciottesco (επίθ.)
donchisciottismo (ουσ αρσ )
donde (επίρ.)
dondolamento (ουσ αρσ )
dondolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dondolarsi (ρ.μ. (αντων.))
dondolio (ουσ αρσ )
dondolo (ουσ αρσ )
dondolone (αρσ. επίθ και ουσ)
dongiovannesco (επίθ.)
dongiovanni (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---