Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdongiovànni
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [donʤoˈvanni] 1 δον Ζουάν 2 γόης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |