Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdópo, dòpo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈdɔpo], [ˈdopo] 1 το αύριο 2 το μέλλον dópo, dòpo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈdɔpo], [ˈdopo] απόμενος (-η, -ο) dópo, dòpo πρόθεση Προσφορά I.P.A.: [ˈdɔpo], [ˈdopo] μετά, ύστερα dópo, dòpo σύνδεσμος Προσφορά I.P.A.: [ˈdɔpo], [ˈdopo] μετά, ύστερα dópo, dòpo επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [ˈdɔpo], [ˈdopo] μετά, ύστερα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |