Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdopoprànzo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,dopoˈprandzo] το απόγευμα dopoprànzo επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [,dopoˈprandzo] μετά το δείπνο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |