Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dopoprànzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,dopoˈprandzo]

το απόγευμα

dopoprànzo  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [,dopoˈprandzo]

μετά το δείπνο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dopolavoro doposcì  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dopoché (σύνδ.)
dopodiché (επίρ.)
dopodomani (ουσ αρσ )
dopoguerra (ουσ αρσ )
dopolavoro (ουσ αρσ )
dopopranzo (ουσ αρσ )
dopopranzo (επίρ.)
doposcì (αρσ. επίθ και ουσ)
doposcuola (ουσ αρσ )
dopotutto (επίρ.)
doppia (θηλ.ουσ)
doppiaggio (ουσ αρσ )
doppiamente (επίρ.)
doppiare (ρ. μτβ.)
doppiato (ουσ αρσ )
doppiato (επίθ.)
doppiatore (ουσ αρσ )
doppiatura (θηλ.ουσ)
doppieggiatura (θηλ.ουσ)
doppiere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---