Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dóppia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdoppja]

1 διπλό γράμμα
2 ζευγάρι
3 διπλή
4 διπλή πληρωμή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dopotutto doppiaggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dopopranzo (ουσ αρσ )
dopopranzo (επίρ.)
doposcì (αρσ. επίθ και ουσ)
doposcuola (ουσ αρσ )
dopotutto (επίρ.)
doppia (θηλ.ουσ)
doppiaggio (ουσ αρσ )
doppiamente (επίρ.)
doppiare (ρ. μτβ.)
doppiato (ουσ αρσ )
doppiato (επίθ.)
doppiatore (ουσ αρσ )
doppiatura (θηλ.ουσ)
doppieggiatura (θηλ.ουσ)
doppiere (ουσ αρσ )
doppietta (θηλ.ουσ)
doppiezza (θηλ.ουσ)
doppino (ουσ αρσ )
doppio (ουσ αρσ )
doppio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---