Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdóppia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈdoppja] 1 διπλό γράμμα 2 ζευγάρι 3 διπλή 4 διπλή πληρωμή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |