Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dóppio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdoppjo]

το διπλό

dóppio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈdoppjo]

διπλός

dóppio  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈdoppjo]

διπλά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  doppino doppiofondo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


camera [θηλ.] doppia = το δωμάτιο με δύο κρεβάτια || doppie punte [θηλ. πλυθ.] = η ψαλίδα || strada [θηλ.] a doppio senso = ο δρόμος διπλής κατεύθυνσης


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

doppieggiatura (θηλ.ουσ)
doppiere (ουσ αρσ )
doppietta (θηλ.ουσ)
doppiezza (θηλ.ουσ)
doppino (ουσ αρσ )
doppio (ουσ αρσ )
doppio (επίθ.)
doppio (επίρ.)
doppiofondo (ουσ αρσ )
doppiogiochista (ουσ αρσ και θηλ.)
doppiolavorista (ουσ αρσ και θηλ.)
doppione (ουσ αρσ )
doppiopetto (ουσ αρσ )
doppiopetto (επίθ.)
doppista (ουσ αρσ και θηλ.)
dorare (ρ. μτβ.)
dorato (αρσ. επίθ και ουσ)
doratore (ουσ αρσ )
doratura (θηλ.ουσ)
dorico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---