Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdoppiétta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dopˈpjetta] 1 δίκαννο 2 διπλό σκοράρισμα (δύο γκολ από ένα παίκτη) 3 ένα-δύο (στην πυγμαχία) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |