Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


doppióne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dopˈpjone]

1 διπλότυπο
2 αντίγραφο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  doppiolavorista doppiopetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

doppio (επίθ.)
doppio (επίρ.)
doppiofondo (ουσ αρσ )
doppiogiochista (ουσ αρσ και θηλ.)
doppiolavorista (ουσ αρσ και θηλ.)
doppione (ουσ αρσ )
doppiopetto (ουσ αρσ )
doppiopetto (επίθ.)
doppista (ουσ αρσ και θηλ.)
dorare (ρ. μτβ.)
dorato (αρσ. επίθ και ουσ)
doratore (ουσ αρσ )
doratura (θηλ.ουσ)
dorico (ουσ αρσ )
dorico (επίθ.)
dormicchiare (ρ.αμτβ.)
dormiente (ουσ αρσ )
dormiente (επίθ.)
dormiglione (αρσ. επίθ και ουσ)
dormire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---