Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dormiènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dorˈmjɛnte]

1 υποστήριγμα
2 τραβέρσα γραμμής τρένου

dormiènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dorˈmjɛnte]

1 κοιμισμένος
2 κοιμώμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dormicchiare dormiglione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

doratore (ουσ αρσ )
doratura (θηλ.ουσ)
dorico (ουσ αρσ )
dorico (επίθ.)
dormicchiare (ρ.αμτβ.)
dormiente (ουσ αρσ )
dormiente (επίθ.)
dormiglione (αρσ. επίθ και ουσ)
dormire (ρ.αμτβ.)
dormirsela (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
dormita (θηλ.ουσ)
dormitina (θηλ.ουσ)
dormitorio (ουσ αρσ )
dormitura (θηλ.ουσ)
dormiveglia (ουσ αρσ )
dorsale (ουσ αρσ και θηλ.)
dorsale (επίθ.)
dorsista (ουσ αρσ και θηλ.)
dorso (ουσ αρσ )
dorsoventrale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---