Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


doratùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [doraˈtura]

1 επιχρύσωμα
2 επιχρύσωση
3 μαλαμοκάπνισμα
4 χρύσωμα
5 χρύσωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  doratore dorico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

doppiopetto (επίθ.)
doppista (ουσ αρσ και θηλ.)
dorare (ρ. μτβ.)
dorato (αρσ. επίθ και ουσ)
doratore (ουσ αρσ )
doratura (θηλ.ουσ)
dorico (ουσ αρσ )
dorico (επίθ.)
dormicchiare (ρ.αμτβ.)
dormiente (ουσ αρσ )
dormiente (επίθ.)
dormiglione (αρσ. επίθ και ουσ)
dormire (ρ.αμτβ.)
dormirsela (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
dormita (θηλ.ουσ)
dormitina (θηλ.ουσ)
dormitorio (ουσ αρσ )
dormitura (θηλ.ουσ)
dormiveglia (ουσ αρσ )
dorsale (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---