Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdoratùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [doraˈtura] 1 επιχρύσωμα 2 επιχρύσωση 3 μαλαμοκάπνισμα 4 χρύσωμα 5 χρύσωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |