Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


doràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [doˈrare]

1 χρυσώνω
2 χρυσοβάφω
3 χρυσίζω
4 μαλαμοκαπνίζω
5 μαλαματοκαπνίζω
6 επιχρυσώνω
7 μαλαματώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  doppista dorato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

doppiolavorista (ουσ αρσ και θηλ.)
doppione (ουσ αρσ )
doppiopetto (ουσ αρσ )
doppiopetto (επίθ.)
doppista (ουσ αρσ και θηλ.)
dorare (ρ. μτβ.)
dorato (αρσ. επίθ και ουσ)
doratore (ουσ αρσ )
doratura (θηλ.ουσ)
dorico (ουσ αρσ )
dorico (επίθ.)
dormicchiare (ρ.αμτβ.)
dormiente (ουσ αρσ )
dormiente (επίθ.)
dormiglione (αρσ. επίθ και ουσ)
dormire (ρ.αμτβ.)
dormirsela (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
dormita (θηλ.ουσ)
dormitina (θηλ.ουσ)
dormitorio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---