Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdormicchiàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [dormikˈkjare] 1 νυστάζω 2 μισοκοιμάμαι 3 λαγοκοιμάμαι 4 παίρνω υπνάκο 5 κοιμάμαι ελαφρά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |