Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdormìre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [dorˈmire] κοιμάμαι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαandare a dormire = πέφτω στο κρεβάτι || dormire come un ghiro = κοιμάμαι βαθειά || dormire in piedi = κοιμάμαι όρθιος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |