Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dòrso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdɔrso]

1 η ράχη
2 (schiena) η πλάτη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dorsista dorsoventrale  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


nuotare a dorso = κολυμπώ ανάσκελα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dormitura (θηλ.ουσ)
dormiveglia (ουσ αρσ )
dorsale (ουσ αρσ και θηλ.)
dorsale (επίθ.)
dorsista (ουσ αρσ και θηλ.)
dorso (ουσ αρσ )
dorsoventrale (επίθ.)
dosabile (επίθ.)
dosaggio (ουσ αρσ )
dosare (ρ. μτβ.)
dosatore (αρσ. επίθ και ουσ)
dosatura (θηλ.ουσ)
dose (θηλ.ουσ)
dosimetria (θηλ.ουσ)
dosimetro (ουσ αρσ )
dossale (ουσ αρσ )
dossier (ουσ αρσ )
dosso (ουσ αρσ )
dossologia (θηλ.ουσ)
dotale (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---