Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdòrso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈdɔrso] 1 η ράχη 2 (schiena) η πλάτη permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαnuotare a dorso = κολυμπώ ανάσκελα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |