Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dosatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dozaˈtura]

δοσολογία (χρησιμοποίησε καλύτερα το dosaggio)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dosatore dose  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dorsoventrale (επίθ.)
dosabile (επίθ.)
dosaggio (ουσ αρσ )
dosare (ρ. μτβ.)
dosatore (αρσ. επίθ και ουσ)
dosatura (θηλ.ουσ)
dose (θηλ.ουσ)
dosimetria (θηλ.ουσ)
dosimetro (ουσ αρσ )
dossale (ουσ αρσ )
dossier (ουσ αρσ )
dosso (ουσ αρσ )
dossologia (θηλ.ουσ)
dotale (αρσ. επίθ και ουσ)
dotare (ρ. μτβ.)
dotato (επίθ.)
dotazione (θηλ.ουσ)
dote (θηλ.ουσ)
dotto (ουσ αρσ )
dotto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---