Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dòtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdɔtto]

1 σωλήνας
2 αγωγός
3 πόρος
4 έμπειρος άνθρωπος
5 βαθύς γνώστης
6 βαθιά διαβασμένος
7 ακαδημαὶκός

dòtto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈdɔtto]

1 λόγιος
2 μορφωμένος
3 πολυμαθής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dote dottorale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dotale (αρσ. επίθ και ουσ)
dotare (ρ. μτβ.)
dotato (επίθ.)
dotazione (θηλ.ουσ)
dote (θηλ.ουσ)
dotto (ουσ αρσ )
dotto (επίθ.)
dottorale (επίθ.)
dottorato (ουσ αρσ )
dottore (ουσ αρσ )
dottoreggiare (ρ.αμτβ.)
dottoresco (επίθ.)
dottoressa (θηλ.ουσ)
dottrina (θηλ.ουσ)
dottrinale (επίθ.)
dottrinario (ουσ αρσ )
dottrinario (επίθ.)
dottrinarismo (ουσ αρσ )
double–face (αρσ. επίθ και ουσ)
dove (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---