Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdouble–face
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [,dubleˈfas] 1 διπλής όψεως (για ύφασμα που ράβεται και από τις δύο όψεις) 2 διπρόσωπος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |