Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdovére
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [doˈvere] το καυήκον, ο χρέος dovére ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [doˈvere] 1 (impersonale) πρέπει 2 (avere un obbligo) οφείλω dovére ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [doˈvere] (avere un debito) χρωστώ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcompiere il proprio dovere = ανταπόκρινομαι τις υποχρεώσεις μου || devo andare = πρέπει να πάω Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |