Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dovére  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [doˈvere]

το καυήκον, ο χρέος

dovére  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [doˈvere]

1 (impersonale) πρέπει
2 (avere un obbligo) οφείλω

dovére  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [doˈvere]

(avere un debito) χρωστώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dove doverosamente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


compiere il proprio dovere = ανταπόκρινομαι τις υποχρεώσεις μου || devo andare = πρέπει να πάω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dottrinarismo (ουσ αρσ )
double–face (αρσ. επίθ και ουσ)
dove (ουσ αρσ )
dove (σύνδ.)
dove (επίρ.)
dovere (ουσ αρσ )
dovere (ρ.αμτβ.)
dovere (ρ. μτβ.)
doverosamente (επίρ.)
dovizia (θηλ.ουσ)
dovizioso (επίθ.)
dovunque (επίρ.)
dovutamente (επίρ.)
dovuto (ουσ αρσ )
dovuto (επίθ.)
dozzina (θηλ.ουσ)
dozzinale (επίθ.)
dozzinalità (θηλ.ουσ)
dozzinalmente (επίρ.)
dozzinante (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---