Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdóve
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈdove] 1 τόπος 2 το μέρος 3 το που dóve σύνδεσμος Προσφορά I.P.A.: [ˈdove] που dóve επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [ˈdove] 1 όπου 2 (interrogativo), πού; permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdov'è andato a finire? = πού πήγε και μπλέχτηκε; Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |