Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdovùto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [doˈvuto] οφειλόμενο ποσό dovùto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [doˈvuto] οφειλόμενο (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαessere dovuto = οφείλεται Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |