Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dovùto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [doˈvuto]

οφειλόμενο ποσό

dovùto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [doˈvuto]

οφειλόμενο (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dovutamente dozzina  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


essere dovuto = οφείλεται


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

doverosamente (επίρ.)
dovizia (θηλ.ουσ)
dovizioso (επίθ.)
dovunque (επίρ.)
dovutamente (επίρ.)
dovuto (ουσ αρσ )
dovuto (επίθ.)
dozzina (θηλ.ουσ)
dozzinale (επίθ.)
dozzinalità (θηλ.ουσ)
dozzinalmente (επίρ.)
dozzinante (ουσ αρσ και θηλ.)
dracma (θηλ.ουσ)
draconiano (επίθ.)
draga (θηλ.ουσ)
dragaggio (ουσ αρσ )
dragamine (ουσ αρσ )
dragare (ρ. μτβ.)
draghista (ουσ αρσ και θηλ.)
draglia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---