Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdottrìna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dotˈtrina] 1 δόγμα 2 γνώση αποκτηθείσα από μελέτη 3 κατήχηση 4 πολυμάθεια 5 διδασκαλία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |