Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdottóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dotˈtore] 1 ο διδάκτορας 2 (medico) ο γιατρός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |