Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dottorésco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dottoˈresko]

1 πρυτανικός
2 σχολαστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dottoreggiare dottoressa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dotto (επίθ.)
dottorale (επίθ.)
dottorato (ουσ αρσ )
dottore (ουσ αρσ )
dottoreggiare (ρ.αμτβ.)
dottoresco (επίθ.)
dottoressa (θηλ.ουσ)
dottrina (θηλ.ουσ)
dottrinale (επίθ.)
dottrinario (ουσ αρσ )
dottrinario (επίθ.)
dottrinarismo (ουσ αρσ )
double–face (αρσ. επίθ και ουσ)
dove (ουσ αρσ )
dove (σύνδ.)
dove (επίρ.)
dovere (ουσ αρσ )
dovere (ρ.αμτβ.)
dovere (ρ. μτβ.)
doverosamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---