Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dòte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdɔte]

η σπροίκα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dotazione dotto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dossologia (θηλ.ουσ)
dotale (αρσ. επίθ και ουσ)
dotare (ρ. μτβ.)
dotato (επίθ.)
dotazione (θηλ.ουσ)
dote (θηλ.ουσ)
dotto (ουσ αρσ )
dotto (επίθ.)
dottorale (επίθ.)
dottorato (ουσ αρσ )
dottore (ουσ αρσ )
dottoreggiare (ρ.αμτβ.)
dottoresco (επίθ.)
dottoressa (θηλ.ουσ)
dottrina (θηλ.ουσ)
dottrinale (επίθ.)
dottrinario (ουσ αρσ )
dottrinario (επίθ.)
dottrinarismo (ουσ αρσ )
double–face (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---