Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdotazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dotatˈtsjone] 1 δωρεά 2 εξοπλισμός 3 σύνεργα 4 εφοδιασμός 5 εφόδιο 6 χάρισμα 7 ταλέντο 8 εφοδιασμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |