Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdòsso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈdɔsso] 1 πλάτη 2 προεξοχή 3 κορυφή 4 καμπούρα 5 ράχη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |