Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dòsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdɔsso]

1 πλάτη
2 προεξοχή
3 κορυφή
4 καμπούρα
5 ράχη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dossier dossologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dose (θηλ.ουσ)
dosimetria (θηλ.ουσ)
dosimetro (ουσ αρσ )
dossale (ουσ αρσ )
dossier (ουσ αρσ )
dosso (ουσ αρσ )
dossologia (θηλ.ουσ)
dotale (αρσ. επίθ και ουσ)
dotare (ρ. μτβ.)
dotato (επίθ.)
dotazione (θηλ.ουσ)
dote (θηλ.ουσ)
dotto (ουσ αρσ )
dotto (επίθ.)
dottorale (επίθ.)
dottorato (ουσ αρσ )
dottore (ουσ αρσ )
dottoreggiare (ρ.αμτβ.)
dottoresco (επίθ.)
dottoressa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---