Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dorsàle  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dorˈsale]

1 ράχη
2 οροσειρά
3 κορυφογραμμή
4 πλάτη

dorsàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dorˈsale]

1 νωτιαίος
2 οπίσθιος
3 ραχιαίος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dormiveglia dorsista  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


spina [θηλ.] dorsale = η σπονδυλική στήλη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dormita (θηλ.ουσ)
dormitina (θηλ.ουσ)
dormitorio (ουσ αρσ )
dormitura (θηλ.ουσ)
dormiveglia (ουσ αρσ )
dorsale (ουσ αρσ και θηλ.)
dorsale (επίθ.)
dorsista (ουσ αρσ και θηλ.)
dorso (ουσ αρσ )
dorsoventrale (επίθ.)
dosabile (επίθ.)
dosaggio (ουσ αρσ )
dosare (ρ. μτβ.)
dosatore (αρσ. επίθ και ουσ)
dosatura (θηλ.ουσ)
dose (θηλ.ουσ)
dosimetria (θηλ.ουσ)
dosimetro (ουσ αρσ )
dossale (ουσ αρσ )
dossier (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---