Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


doppiàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dopˈpjato]

Ντουμπλάρισμα

doppiàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dopˈpjato]

ντουμπλαρισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  doppiare doppiatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dopotutto (επίρ.)
doppia (θηλ.ουσ)
doppiaggio (ουσ αρσ )
doppiamente (επίρ.)
doppiare (ρ. μτβ.)
doppiato (ουσ αρσ )
doppiato (επίθ.)
doppiatore (ουσ αρσ )
doppiatura (θηλ.ουσ)
doppieggiatura (θηλ.ουσ)
doppiere (ουσ αρσ )
doppietta (θηλ.ουσ)
doppiezza (θηλ.ουσ)
doppino (ουσ αρσ )
doppio (ουσ αρσ )
doppio (επίθ.)
doppio (επίρ.)
doppiofondo (ουσ αρσ )
doppiogiochista (ουσ αρσ και θηλ.)
doppiolavorista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---