Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dopoguèrra  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,dopoˈgwɛrra]

1 μεταπολεμικός
2 μεταπολεμική περίοδος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dopodomani dopolavoro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dopoborsa (ουσ αρσ )
dopocena (ουσ αρσ )
dopoché (σύνδ.)
dopodiché (επίρ.)
dopodomani (ουσ αρσ )
dopoguerra (ουσ αρσ )
dopolavoro (ουσ αρσ )
dopopranzo (ουσ αρσ )
dopopranzo (επίρ.)
doposcì (αρσ. επίθ και ουσ)
doposcuola (ουσ αρσ )
dopotutto (επίρ.)
doppia (θηλ.ουσ)
doppiaggio (ουσ αρσ )
doppiamente (επίρ.)
doppiare (ρ. μτβ.)
doppiato (ουσ αρσ )
doppiato (επίθ.)
doppiatore (ουσ αρσ )
doppiatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---