Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dopobórsa  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,dopoˈborsa]

αγορά του δρόμου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dopobarba dopocena  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dopo (επίθ.)
dopo (πρόθ.)
dopo (σύνδ.)
dopo (επίρ.)
dopobarba (ουσ αρσ )
dopoborsa (ουσ αρσ )
dopocena (ουσ αρσ )
dopoché (σύνδ.)
dopodiché (επίρ.)
dopodomani (ουσ αρσ )
dopoguerra (ουσ αρσ )
dopolavoro (ουσ αρσ )
dopopranzo (ουσ αρσ )
dopopranzo (επίρ.)
doposcì (αρσ. επίθ και ουσ)
doposcuola (ουσ αρσ )
dopotutto (επίρ.)
doppia (θηλ.ουσ)
doppiaggio (ουσ αρσ )
doppiamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---