Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdonzèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [donˈdzɛllo] 1 ακόλουθος ιππότη 2 αγόρι παράνυφος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |