ItalianoGreco


donnìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [donˈnino]

1 όμορφη γυναικούλα
2 πούστης
3 αδελφή (πούστης)
4 πουσταριό


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---