Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdonnaiuòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [donnajuˈɔlo] 1 γυναικάς 2 γυναικάκιας 3 μπήχτης 4 μουρντάρης 5 γυναικοθήρας 6 μπερμπάντης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |