Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdònna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈdɔnna] η γυναίκα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαabbigliamento [αρσ.] da donna = τα γυναικεία ρούχα || donna [θηλ.] delle pulizie = η καταρίστρια Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |